Μίζερα λόγια για μια μίζερη πραγματικότητα

Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς από το λόγο του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, που εκφώνησε στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας; Τα λόγια αισιοδοξίας με τα οποία προσπάθησε να παρηγορήσει τους βουλευτές του  ισχυριζόμενος ότι «η Ελλάδα γυρίζει σελίδα»; Τα επιχειρήματα με τα οποία προσπάθησε να τους πείσει για τις επιτυχίες της κυβέρνησης που ηγείται;

Η αλήθεια είναι ότι περιμέναμε από την πρωθυπουργική ομιλία μια ευθεία επίθεση ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ, αφού με τις συνεχείς του υπαναχωρήσεις δίνει ισχυρά «πατήματα» στη Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη, όμως, αποκάλυψε και τα πραγματικά όρια της δικής του πολιτικής.

Ο πρωθυπουργός, παρ’ όλα αυτά, κατηγόρησε τους πολιτικούς του αντιπάλους για «μίζερα λόγια», αλλά απ’ όποια πλευρά και να αντιμετωπίσει κανείς τη δική του ομιλία στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξει. Μίζερα λόγια για μια μίζερη πραγματικότητα. Ο πρωθυπουργός απέδειξε για μια άλλη μια φορά τη φτώχια και την κατάπτωση του αστικού πολιτικού λόγου. Ούτε ένα επιχείρημα, από αυτά που χρησιμοποίησε, δεν μπορεί να σταθεί στα «πόδια» του.

Ας τα απαριθμήσουμε και εμείς με την ίδια σειρά.

•Πρώτο: Ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνησή του «διέψευσε τις Κασσάνδρες» και μέσα στην Ελλάδα και έξω απ’ αυτήν. Το ερώτημα είναι: Τι ακριβώς διέψευσε η κυβέρνησή του; Ότι η χώρα μας απέφυγε μια άτακτη χρεοκοπία; Γιατί αυτό ακριβώς εννοεί ότι απέτρεψε, την άτακτη χρεοκοπία της χώρας μας.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ σκληρή γι’ αυτόν. Η χώρα μας εξακολουθεί να είναι  χρεοκοπημένη. Και δεν αλλάζει τίποτα εάν από την άτακτη χρεοκοπία «πέσαμε» στην ελεγχόμενη ή επιλεκτική ή συντεταγμένη χρεοκοπία. Απόδειξη ότι την επόμενη δόση για το δημόσιο χρέος αδυνατεί να την πληρώσει η χώρα μας και γι’ αυτό το λόγο διαπραγματεύεται η κυβέρνηση ένα νέο δανεισμό για να συνεχίσει να εξυπηρετεί την αποπληρωμή του χρέους, με ή χωρίς μνημόνιο. Και έπεται συνέχεια.

Παραπέρα. Η Ελλάδα θα είναι υπό εποπτεία, δηλαδή, υπό συνθήκες ελεγχόμενης χρεοκοπίας (ακόμη και στελέχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πει ότι η χώρα μας τελεί υπό καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας), μέχρι το 2050 περίπου, με βάση τα σημερινά δεδομένα, ενώ επιδιώκει να βγει στις διεθνείς αγορές για να δανειστεί ξανά. Πόσο επιτυχία μπορεί να θεωρηθεί αυτή η εξέλιξη;

•Δεύτερο: Ο πρωθυπουργός θεώρησε ως επιτυχία ότι η χώρα μας κατόρθωσε «να παραμείνει στο ευρώ». Πέρα από το γεγονός ότι η παραμονή στο ευρώ δε μπορεί να κριθεί και να είναι εξασφαλισμένη για την αστική τάξη της χώρας μας μόνο και μόνο επειδή μας το λέει ο πρωθυπουργός, το ερώτημα είναι: πόσο επιτυχία μπορεί να θεωρηθεί η παραμονή στο ευρώ, όταν το τίμημα ήταν η εξαθλίωση, που καταδυναστεύει τον ελληνικό λαό, όταν τα μικροαστικά στρώματα καταστρέφονται, η δημόσια περιουσία ξεπουλιέται, η νεολαία μεταναστεύει και η ανεργία ταλανίζει τους εργαζόμενους;

Όταν μπαίναμε στο ευρώ η πρώτη υπόσχεση που εισέπραξε ο ελληνικός λαός ήταν ότι η οικονομία της χώρας μας διασφαλιζόταν από την οικονομική κρίση, ότι θα υπήρχε συνεχής οικονομική ανάπτυξη, γιατί το ευρώ ήταν ένα ισχυρό νόμισμα, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν μια ισχυρή παγκόσμια δύναμη και η ίδια μια τεράστια αγορά, που θα άνοιγε τα φτερά της Ελληνικής οικονομίας. Και έγινε το ακριβώς αντίθετο. Η Ελλάδα γνώρισε τη χρεοκοπία.

Η ένταξη της χώρας μας στο ευρώ ήταν μία από τις βασικές αιτίες για τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της Ελληνικής οικονομίας και της χρεοκοπίας της. Πως γίνεται, τώρα, να θεωρείται επιτυχία η ένταξη στο ευρώ και η παραμονή σ’ αυτό, όταν ο Ελληνικός λαός αντί για την ανάπτυξη και την ευημερία, που του υποσχέθηκαν, εισέπραξε τη δυστυχία, την ανεργία, το ξεπούλημα και τη χρεοκοπία;

Και εκτός αυτού. Ο πρωθυπουργός είναι φανερό ότι δεν αντιλαμβάνεται ότι η οικονομική χρεοκοπία της χώρας μας συνιστά, ταυτόχρονα, και μια πολιτική χρεοκοπία της τάξης που εκπροσωπεί και επομένως δεν του επιτρέπεται να βαφτίζει μια ολοφάνερη αποτυχία σε επιτυχία.  

Και στο «κάτω – κάτω της γραφής» ποια είναι η αξία ενός νομίσματος για τους εργαζόμενους, όταν για να είναι ισχυρό οδηγεί μαζικά τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην εξαθλίωση και ρουφάει συνέχεια το αίμα των εργαζομένων για να παραμένει ισχυρό για χάρη των ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή, κατά προτεραιότητα της Γερμανίας, και του παγκόσμιου ανταγωνισμού;         

•Τρίτο: Η Ελλάδα, μας είπε ο πρωθυπουργός, δεν έγινε Αργεντινή. «Αναλογιστείτε πάλι μόνο, τι συμβαίνει σήμερα στη μακρινή Αργεντινή…». Και αναρωτήθηκε: «Γιατί στην Αργεντινή»; Και απάντησε: «Γιατί εκείνη μας εμφάνιζαν ως «πρότυπο»: Λοιπόν, η Αργεντινή δεκατρία χρόνια από τη χρεοκοπία της κι ακόμα δεν έχει συνέλθει! Ακόμα σπαράσσεται από ταραχές και συγκλονίζεται από εσωτερική αστάθεια…».

Ας αναρωτηθούμε, τώρα, και εμείς με τη σειρά μας: Τι είδους επιχείρημα είναι αυτό; Επειδή η Αργεντινή «δεν έχει συνέλθει» ακόμη αυτό σημαίνει ότι «έχει συνέλθει» η οικονομία της χώρα μας;  Μα στον ίδιο του το λόγο ο πρωθυπουργός δε δεσμεύτηκε για την ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας!!! Είπε ότι  «η αίσθηση ότι η οικονομία βγαίνει από την κρίση, θα ενισχύεται»!!!  

Πως μπορεί να θεωρηθεί ότι η αίσθηση της εξόδου από την κρίση ισοδυναμεί με τη διαβεβαίωση ότι, πράγματι, η οικονομία θα βγει από την κρίση; Είναι φανερό. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός «κρατάει πισινή»,  γιατί, ίσως, τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπουν ότι και το 2014 θα είναι χρόνος ύφεσης και ότι η χώρα μας δεν θα μπορέσει να βγει στις διεθνείς αγορές.

Αυτό μας αποκαλύπτει ο Γερμανικός τύπος, που κάνει λόγο ότι και το 2014 θα είναι χρονιά ύφεσης και ότι θα υπάρξει νέος δανεισμός με την υπογραφή νέου μνημονίου. Την εκτίμηση ότι μπορεί το 2014 να είναι χρονιά ύφεσης την υιοθετεί ακόμη και το ΙΟΒΕ, το ερευνητικό ινστιτούτο του ΣΕΒ, απ’ όπου …δανειστήκαμε οικονομικό υπουργό.   

Πέρα, όμως, από τις αισθήσεις του πρωθυπουργού, που και ο ίδιος δεν τις εμπιστεύεται για τον εαυτό του, αφού σταθερά τελευταία επικαλείται «τη βοήθεια του θεού», υπάρχει και ένα άλλο σημαντικό ζήτημα. Ο πρωθυπουργός μίλησε για τις «ταραχές», που σπαράσσεται η Αργεντινή, και για την «εσωτερική αστάθεια», που υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα.

Εδώ ο πρωθυπουργός αποκαλύπτεται για το πώς κατανοεί την έξοδο από την κρίση και πως προσδοκά την ανάκαμψη. Επειδή οι εργαζόμενοι στην Αργεντινή διεκδικούν μια καλύτερη ζωή, διεκδικούν τις απώλειες λόγω της κρίσης, αυτές τις διεκδικήσεις, πέρα από το γεγονός ότι τις χαρακτηρίζει, ως γνήσιος και πατενταρισμένος αστός πολιτικός, ως ταραχές, τις θεωρεί και ως ανασχετικό οικονομικό παράγοντα για την έξοδο από την κρίση και την ανάκαμψη.

Με λίγα λόγια ο πρωθυπουργός, κατά το «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω», θεωρεί ότι την έξοδο από την κρίση πρέπει να την πληρώσουν μέχρι το τέρμα οπωσδήποτε οι εργαζόμενοι, πράγμα που το εφαρμόζει με την πολιτική του. Είναι διατεθειμένος να φτάσει τους εργαζόμενους στον πάτο, παραβιάζοντας ακόμη και αυτούς τους οικονομικούς κανόνες της αστικής πολιτικής οικονομίας που λένε ότι η έλλειψη ζήτησης φέρνει ύφεση. 

Έτσι, μας διευκρινίζει, παράλληλα, και το πως κατανοεί την «ομαλότητα» και τη «σταθερότητα», που μονότονα και αδιάλειπτα  προπαγανδίζει ότι υπάρχουν στη χώρα μας. Και μετά μας κάνει λόγο «για δίκαιη κατανομή των βαρών»!!! Δηλαδή, εξαπατά με χοντροκομμένο τρόπο τους εργαζόμενους.

Ίσως, θα πρέπει να δώσουμε, από την πλευρά μας, λίγο «δίκιο» στον πρωθυπουργό για ένα και μόνο θέμα. Φανερά εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι οι κινητοποιήσεις και οι διεκδικήσεις των εργαζομένων βρίσκονται σε ύφεση, όχι από δική τους υπαιτιότητα, γιατί οι διαθέσεις για αγώνες υπάρχουν (και οι ευθύνες «των παροικούντων στην Ιερουσαλήμ» υπάρχουν), και παρουσιάζει αυτό το γεγονός ως ομαλότητα και σταθερότητα. Ψευδώς, βέβαια, αλλά εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και τη δυνατότητα που του παρέχεται.

Αλλά αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα ως προς το πώς ο ίδιος και η κυβέρνησή του αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους. Προπαγανδίζει και χρησιμοποιεί και από πάνω αυτήν την «ομαλότητα» και «σταθερότητα»  ως επιχείρημα, προκειμένου να εξασφαλίσει επενδύσεις, που και αυτές δεν έρχονται, ενώ, ταυτόχρονα, παίρνει μέτρα για τη λεγόμενη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας με παράλληλη μείωση των μισθών. Δηλαδή, παραδίδει βορά τους εργαζόμενους στις ορέξεις του κεφαλαίου για την ανάκαμψη των κερδών του.      

Τέλος, γιατί ο πρωθυπουργός ασχολείται συνεχώς με την Αργεντινή; Επειδή θέλει να στριμώξει πολιτικά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ;  Και σε τι αλλάζει αυτή η συνεχής ενασχόλησή του με την Αργεντινή ως προς την πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας μας; Μήπως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το μέτρο της αξιοπιστίας με τις προτάσεις της για την έξοδο της χώρας μας από την οικονομική κρίση; «Λάθος πόρτα» χτυπάει σταθερά ο πρωθυπουργός.

Η αστική τάξη της Αργεντινής αποφάσισε να αποδεσμευτεί από το δολάριο και να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος μπροστά στην ίδια την καταστροφή της και την πλήρη παράδοση της χώρας στον αμερικανικό παράγοντα. Αυτή η ενέργεια είναι θετική μεν, γιατί χτυπάει, σε ένα βαθμό, την εξάρτηση της Αργεντινής από τα αμερικανικά κεφάλαια, μπορεί, ακόμη, και υπό προϋποθέσεις, να φτάσει να βάλει φρένο στην εξαθλίωση των εργαζομένων, αλλά δεν αλλάζει τη σχέση των ίδιων των εργαζομένων της Αργεντινής με την αστική τάξη της χώρας τους, ώστε αυτοί να αναστείλουν τις κινητοποιήσεις και τις διεκδικήσεις τους. Και ως προς αυτό πολύ καλά κάνουν.

Άλλωστε θα πρέπει να πούμε στον πρωθυπουργό ότι για το εργατικό κίνημα της χώρας μας η Αργεντινή δεν είναι το δικό του «πρότυπο», μια και μίλησε και για το Αργεντίνικο πρότυπο. Παραπέρα θα πρέπει να γνωρίζει ότι το εργατικό κίνημα δε δεσμεύεται από τα κατά καιρούς πρότυπα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Το «πρότυπο» για το εργατικό κίνημα είναι: η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα να αναλάβουν την εξουσία της χώρας, αφού εκδιώξουν την αστική τάξη από αυτήν, γιατί οδήγησε τους εργαζόμενους στην εξαθλίωση και τη χρεοκοπία της χώρας μας, γεγονός που αποτελεί ένα παραπάνω στοιχείο της ιστορικής της εξάντλησης. Η νέα εξουσία με τη δική της κυβέρνηση να αποδεσμεύσει τη χώρα μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, χτυπώντας την εξάρτηση, να διαγράψει το δημόσιο χρέος, για να οδηγήσει την οικονομία στην έξοδο από την κρίση και στην ανάκαμψη, προωθώντας, ταυτόχρονα, την ανασυγκρότηση της παραγωγικής της βάσης προς όφελος των κοινωνικών αναγκών των εργαζομένων, ανοίγοντας το δρόμο για το σοσιαλισμό.

Γι’ αυτό το «πρότυπο» δεν περιμένουμε, φυσικά, να μας πει κάτι ο πρωθυπουργός. Γι’ αυτό, και πολύ βολικά, ασχολείται με τα κατά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ «ευαγγέλια», που άλλωστε θα έπρεπε να τον χαροποιούν, μια και η κυβέρνηση και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κινούνται στην ίδια στρατηγική ρότα και έτσι η αστική τάξη της χώρας μας δεν χρειάζεται να ανησυχεί για το εάν ενσωματώθηκε ή όχι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Από τη στιγμή που υπάρχει προγραμματική στρατηγική σύμπτωση μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, ας θεωρεί την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ενσωματωμένη. Αυτή είναι η απάντηση.

Εκεί που ανησυχεί η αστική τάξη είναι για το εάν ενσωματώθηκαν τα τμήματα της εργατικής τάξης και τα μικροαστικά στρώματα, που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τη γνώμη μας, «δικαιούται» να ανησυχεί, παρά την ύφεση του εργατικού κινήματος για συγκεκριμένους λόγους, που μπορούν, όμως, να ξεπεραστούν.

•Τέταρτο: Ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε τα παρακάτω εξωφρενικά: «στο διάστημα που μεσολάβησε, η Αντιπολίτευση προεξοφλούσε ότι το Πρόγραμμα «δεν βγαίνει», ότι ο Προϋπολογισμός του 2013 θα «κατέρρεε», ότι θα αναγκαζόμασταν να πάρουμε νέα μέτρα. Όταν μάλιστα κάποιοι από την Τρόικα προέβλεψαν και έλλειμμα για το 2013 και τότε –το θυμάστε- περισσότεροι από την Αντιπολίτευση έσπευσαν να πανηγυρίσουν. Ήταν μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο… Βιάστηκαν, όμως, να χαρούν! Και τους διαψεύσαμε όλους»!

Κατ’ αρχάς το ότι το πρόγραμμα δεν «βγαίνει» δεν είναι εκτίμηση μόνο της αντιπολίτευσης. Είναι με τον έναν ή άλλο τρόπο εκτίμηση όλων των οικονομικών σχολιαστών, ακόμη και επίσημων στελεχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν βγαίνει, γιατί η κυβέρνηση διαπραγματεύεται την επιμήκυνση του χρέους;    

Άλλωστε η «ύπαρξη» του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι λογιστική αλχημεία και δεν μπορεί να το επικαλείται. Καμία αριθμητική μεθόδευση δεν πρόκειται να αλλάξει τα πράγματα για τον πρωθυπουργό, γιατί, απλούστατα, ο πρωθυπουργός ψεύδεται. Όταν κάνεις στάση πληρωμών, τότε, θα βγάλεις και πρωτογενές πλεόνασμα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμη και με το πρωτογενές πλεόνασμα το πρόγραμμα δε βγαίνει, για αυτό θα χρειαστεί – και θα συνεχίσει η χώρα μας να χρειάζεται – νέο δανεισμό.

Πέμπτο: Ο πρωθυπουργός, στη συνέχεια, προσπάθησε να …συνδυάσει τους αριθμούς του πρωτογενούς πλεονάσματος, που λογιστικά ευημερούν, με τους ανθρώπους που υποφέρουν, δηλαδή, σχεδόν όλος ο λαός. Είπε: «κάποιοι μας λένε: Εντάξει, βγάλατε πρωτογενές πλεόνασμα. Αλλά η οικονομία υποφέρει. Τι αξία –μας λένε- έχει να ευημερούν οι αριθμοί, όταν υποφέρουν οι άνθρωποι;  

Απαντώ: Έχουμε ήδη βάλει στη συμφωνία του Νοεμβρίου του 2012, ότι το 70% του πλεονάσματος που ξεπερνά το στόχο θα επιστρέφει στην κοινωνία κάθε χρόνο μέχρι το 2016. Για το 2013 ο στόχος ήταν μηδενικό πλεόνασμα. Αυτό σημαίνει ότι εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ θα αποδοθούν πίσω στην κοινωνία! Σε ποιους θα δοθούν; Μα σε όσους έχουν περισσότερο ανάγκη. Σε αυτούς που είχαμε δεσμευτεί ότι θα στηρίξουμε πρώτους. Σε εκείνους που αδικήθηκαν περισσότερο: χαμηλοσυνταξιούχοι, ένστολοι πρώτα απ’ όλα. Πότε θα γίνει αυτό; Άμεσα, τους επόμενους μήνες: όπως ακριβώς είχαμε δεσμευτεί εδώ και μήνες».

Εδώ υπάρχει μία επιβεβαίωση και μία ανακρίβεια. Πρώτα – πρώτα επιβεβαιώνεται κατά τρόπο άμεσο ότι το πρωτογενές πλεόνασμα χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση ως άλλοθι για να απαλύνει στα μάτια των εργαζομένων την κοινωνική της αναλγησία.

Με λίγα λόγια: ξεζουμίζει πρώτα τους εργαζόμενους για τα καλά και επιστρέφει, στη συνέχεια, σε ελάχιστους από αυτούς, ψίχουλα. Οπότε και οι αριθμοί …ευημερούν και οι άνθρωποι …υποφέρουν λιγότερο!!! Πρόκειται για ένα απεχθές και ανήθικο τρυκ, για μια φαντασίωση με την οποία πρέπει να συμβιβαστούν οι εργαζόμενοι.

Αλλά και όπως το υποστηρίζει το θέμα αυτό, και πάλι, δε μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα. Οι επιστροφές, που έχουν επιδικαστεί για ένστολους, δικαστικούς, πανεπιστημιακούς κλπ, που αφορούν ελάχιστες κατηγορίες μισθωτών του δημοσίου, με πρόχειρους υπολογισμούς, ξεπερνάνε το πρωτογενές πλεόνασμα. Επομένως δεν υπάρχει, και πάλι, πρωτογενές πλεόνασμα.

Δηλαδή, αποκαλύπτεται ότι η κυβέρνηση δεν θα είχε πετύχει ποτέ ακόμη και το κατ’ αυτήν πρωτογενές πλεόνασμα εάν δεν είχε κάνει ένα γενικό ρεσάλτο στους μισθούς των εργαζομένων. Αλλά εδώ συνέβη και κάτι άλλο. Ενώ μέχρι τώρα γνωρίζαμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν 600εκατ. ευρώ περίπου, ξαφνικά και μετά τα επιδικασμένα ποσά, εκτοξεύτηκε στο 1δισ. ευρώ δια στόματος πρωθυπουργού!!!…

Καταλαβαίνουμε! Εκκρεμεί η τελική λογιστική επεξεργασία των στοιχείων από την πλευρά του κ. Σταϊκούρα. Και ο κ. Σταϊκούρας το κατάλαβε…

Έκτο: Τέλος ο πρωθυπουργός επικαλέστηκε άλλη μια επιτυχία της πολιτικής του. Τον ισοσκελισμό του εμπορικού ισοζυγίου: «εξαλείφθηκε το άλλο μεγάλο τεράστιο έλλειμμά μας: που ήταν στο εμπορικό ισοζύγιο! Πράγμα που είχε να συμβεί εδώ και δεκαετίες. Κάποιοι λένε ότι αυτό οφείλεται στην ύφεση που μείωσε τις εισαγωγές. Αλλά δεν οφείλεται μόνο σε αυτό. Πρώτα απ’ όλα και οι εξαγωγές –ας διαβάσουν τα στοιχεία- αυξήθηκαν! Ύστερα, η μισή μείωση του εμπορικού ελλείμματος οφείλεται στην άνοδο της ανταγωνιστικότητας. Και αυτό προβλέπεται να συνεχιστεί και φέτος, που προεξοφλείται να είναι μια χρονιά ανάκαμψης».

Τι να πούμε γι’ αυτό το θέμα,  όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει ότι η αιτία του ισοσκελισμού οφείλεται στην ύφεση, έστω και εάν προσθέτει την αύξηση των εξαγγωγών, αλλά ξεχνάει να μας πει ότι οι εξαγωγές, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ξαναπήραν την κατιούσα.

Ο πρωθυπουργός μίλησε και για άλλα πολλά. Για την ανεργία, για τις αποκρατικοποιήσεις, για τα δάνεια των αγροτών, για τις εκλογές, για το μεγάλο συνασπισμό μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ κλπ.

Η αποδεικτική αξία των λόγων του πιστεύουμε ότι φάνηκε πολύ καθαρά, ώστε να καθίσταται περιττή κάθε αναφορά στα υπόλοιπα θέματα. Άλλωστε «κοντός ψαλμός αλληλούια».

COMMENTS