Πρέπει… Πρέπει… Πρέπει… (1)

Η επιλογή των αποσπασμάτων, που θα ακολουθήσουν, από την εφημερίδα μας, το «Ρ», είναι εντελώς τυχαία, η επανάληψη, όμως, ανάλογων αποσπασμάτων είναι καθημερινή και αναδεικνύουν ένα συγκεκριμένο τρόπο πολιτικής αντιμετώπισης των λαϊκών μαζών από την πλευρά του Κόμματος, ο οποίος έχει καταντήσει πολύ ενοχλητικός, γιατί, ταυτόχρονα, αναδεικνύει και τη διαταραγμένη σχέση του Κόμματος με τις λαϊκές μάζες, το σπάσιμο των δεσμών του, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η ηγεσία του Κόμματος την καθοδηγητική δράση του Κόμματος, τη διαπαιδαγώγηση των λαϊκών μαζών και κατά προέκταση τη δράση τους την ίδια, το πώς, σε τελική ανάλυση, αντιμετωπίζει την ανάπτυξη της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των λαϊκών μαζών:

«Πρέπει, λοιπόν, ο λαός να δει ποιο είναι το πραγματικό ζήτημα. Γιατί αποδεικνύεται – αν και δεν συνειδητοποιείται μαζικά από τους εργαζόμενους, τα λαϊκά στρώματα – ότι διέξοδος για το λαό δεν μπορεί να υπάρξει ούτε με εναλλαγές αστικών διακυβερνήσεων, ούτε με αλλαγές στο μείγμα διαχείρισης με στόχο τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης».

«Πρέπει να συνειδητοποιήσει ο λαός ποια εξουσία μπορεί πραγματικά να ανοίξει το δρόμο για να μπορεί να ζει ο λαός με δουλειά και προκοπή, να καλύπτει το σύνολο των αναγκών του, να μπορεί να μεγαλώνει τα παιδιά του και να έχουν μέλλον. Να απολαμβάνει τελικά τους κόπους του, τις θυσίες του, ο ίδιος και όχι τα παράσιτα – οι καπιταλιστές».

«Το λέμε καθαρά: Όσο πιο γρήγορα ο λαός μας, η νεολαία, το ριζοσπαστικό εργατικό – λαϊκό κίνημα, χαράξει τη δική του γραμμή πάλης, για ανάκτηση των απωλειών από τα χρόνια της κρίσης, τόσο θα είναι προς το συμφέρον του, δε θα μετράει άλλο χαμένο χρόνο».

«Να οργανώσει την αντεπίθεσή του, για την ελπιδοφόρα διέξοδο: Της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων. Της αποδέσμευσης. Με το λαό στο τιμόνι της εξουσίας, για το άνοιγμα του μόνου επίκαιρου και ρεαλιστικού δρόμου, για την πραγματική απελευθέρωση του ανθρώπου, της οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας, σοσιαλιστικής».

Έχουμε, λοιπόν, ένα Κόμμα, που «αναθέτει» στο λαό να δει, να συνειδητοποιήσει, να χαράξει, να οργανώσει, σε άλλες περιπτώσεις, για να συμπληρώσουμε, να πάρει πρωτοβουλίες από τα κάτω, να τιμωρήσει, να ξεσηκωθεί και άλλα τέτοια ανάλογα προτρεπτικά, που, όμως, δε φτάνουν για να λύσουν το βασικό πρόβλημα που χαρακτηρίζει σήμερα τη χώρα μας: την ανάπτυξη ενός Κινήματος που θα πάρει επάνω του την έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, παρά το γεγονός ότι οι αγωνιστικές διαθέσεις υπάρχουν.

Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι ας «πιαστούμε» από ένα παράδειγμα που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις της νέας κυβέρνησης με τους «θεσμούς» για να θέσουμε το βασικό ερώτημα. Ποιος θα έπρεπε να ήταν αυτός, που θα χάραζε, θα οργάνωνε, θα έπαιρνε πρωτοβουλίες από τα κάτω, θα ξεσήκωνε την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, θα έδινε σωστό περιεχόμενο με τα ανάλογα πολιτικά συνθήματα, δε θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να δημοκοπεί και να εκμεταλλεύεται τα αισθήματα του λαού μπροστά στην ιταμή και απαράδεκτη ενέργεια των «θεσμών» να απειλήσουν, πρακτικά και ουσιαστικά, γιατί περί αυτού πρόκειται, με το κλείσιμο των τραπεζών στη χώρα μας, εάν δεν υποχωρούσε η κυβέρνηση στις απαιτήσεις των «θεσμών»;

Ας μετρήσουμε τώρα ορισμένα από τα πολλά πολιτικά ζητήματα προκύπτουν μόνο και μόνο από αυτήν την απειλή, που τέθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων:

Πρώτο: Μας ενδιαφέρει η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα να αγωνίζονται ενάντια στις απειλές, έστω και εάν πρόκειται για το κλείσιμο των τραπεζών (και αυτό το ίδιο το κλείσιμο των τραπεζών πρέπει να μας ενδιαφέρει), όταν καταφανώς χρησιμοποιούνται αυτές ενάντια στην ίδια τη χώρα μας, ενάντια στη θέληση του λαού; Αυτό το δημοκρατικό ζήτημα, που εφάπτεται της εθνικής μας ανεξαρτησίας, των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, της ετυμηγορίας του λαού μας αφήνει αδιάφορους;

Η διεκδίκηση του δημοκρατικού δικαιώματος ενός λαού να ορίζει το μέλλον του ενάντια σ’ ένα ιμπεριαλιστικό κέντρο, πολύ περισσότερο, όταν η κυβέρνηση εξωραΐζει αυτήν την ιμπεριαλιστική ένωση, δεν είναι, ταυτόχρονα, και πάλη ενάντια στην ίδια την κυβέρνηση, που, παρά τις δεσμεύσεις της, έσπευσε να υποχωρήσει, και όχι μόνο αυτό, έσπευσε να παρουσιάσει την υποχώρηση και ως έναν έντιμο συμβιβασμό, την ώρα που πρόκειται για μια σχεδόν άτακτη υποχώρηση;

Δεύτερο: Δικαιούται ένας λαός να παλεύει για την περηφάνια του να μη γίνεται έρμαιο των αποφάσεων «θεσμών» ξένων προς αυτόν, που τον έχουν καταδικάσει στην ταπείνωση, την εξαθλίωση και στην αφαίρεση των κοινωνικών του κατακτήσεων;

Η πάλη ενάντια στην εξάρτηση, ενάντια στους εκβιασμούς, η πάλη ο εργαζόμενος λαός να στέκεται όρθιος δίνοντας το δικό του περιεχόμενο στην περηφάνια του και όχι το μεταμφιεσμένο και μασκαρεμένο που έδωσε η κυβέρνηση δεν βοηθάει στην άνοδο της πολιτικής και ταξικής συνείδησης του εργαζόμενου λαού για την κοινωνική του απελευθέρωση και προκοπή;

Τρίτο: Δικαιούται ο Ελληνικός λαός να ελέγχει τις τράπεζες που υπάρχουν στη χώρα μας; Με την υποχώρηση της κυβέρνησης εξέλειπε κάθε προϋπόθεση για έλεγχο πάνω στις τράπεζες. Δε μιλάμε για κρατικοποίηση των τραπεζών αλλά για έλεγχο του κράτους πάνω στις τράπεζες. Αυτό μόνο.

Τέταρτο: Με τη συμφωνία της κυβέρνησης έκλεισε κάθε θέμα για το χρέος. Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε ότι θα αποπληρώσει το χρέος πλήρως. Είναι αυτό ένα θέμα που θα δεσμεύσει τη χώρα μας και τις αναπτυξιακές της δυνατότητες για δεκαετίες; Θα υπάρχουν επιπτώσεις πάνω στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων αφού το θέμα του χρέους θα σημαίνει λιτότητα και οικονομική στασιμότητα;

Για να περιοριστούμε σ’ αυτά τα τέσσερα ζητήματα, που δεν ήταν τα μόνα που προέκυψαν από τις διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» και που έχουν να κάνουν με τη διαμόρφωση της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των εργαζομένων αλλά και με άμεσα οικονομικά ζητήματα που τους αφορούν, με την ανάπτυξη της χώρας μας, με τη δημοκρατία και τη θέληση ενός λαού να ορίζει το μέλλον του, το ερώτημα είναι:

Έπρεπε ή δεν έπρεπε το Κόμμα μας να οργανώσει την πάλη του λαού μας ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για την αποδέσμευση, για τη διαγραφή του χρέους, για να μην κλείνουν σ’ ένα δωμάτιο την κυβέρνηση οι επικυρίαρχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ώρα που διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις;

Κατά τη γνώμη μας όχι μόνο έπρεπε αλλά επιβαλλόταν όχι μόνο για να οξυνθεί η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την αποδέσμευση, αλλά και για να μην υποχωρήσει η κυβέρνηση ακόμη και από αυτές τις περιορισμένου χαρακτήρα δεσμεύσεις της.

Γιατί ποιο ήταν το γενικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις; Η εκβιαστική στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ενδοτική στάση της κυβέρνησης.

Χωρίς, λοιπόν, μια κινητοποίηση να καθορίζεται πρωταρχικά ως αντικυβερνητική, αλλά να διοργανώνεται πρωταρχικά ως αντιευρωενωσιακή – αντιιμπεριαλιστική – αντιμονοπωλιακή, δημοκρατική, θα κατέληγε να πάρει και χαρακτήρα καταγγελίας και της ίδιας της κυβερνητικής πολιτικής και των υποχωρήσεων που έκανε.

Και η κατάληξη αυτή δεν θα ήταν μια εκβιαστική κίνηση στη συνείδηση των λαϊκών μαζών, που ακολουθούν την κυβέρνηση ή που διαδήλωναν για να στηρίξουν την κυβέρνηση, γιατί εμείς γνωρίζαμε τα πολιτικά όρια της κυβέρνησης, γνωρίζαμε τις πολιτικές της πιρουέτες.

Αυτή η κατάληξη θα ήταν μια «φυσιολογική» ωρίμανση της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, γιατί την ώρα που θα άκουγαν τα συνθήματα για τη μονομερή διαγραφή του χρέους, την ώρα που θα άκουγαν τις καταγγελίες ενάντια στην εκβιαστική στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ώρα που η αποδέσμευση θα έμπαινε ως πρωταρχικό αίτημα, την ίδια ώρα θα διαπίστωναν μέσα από την ίδια τους την πείρα, εν θερμώ, τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στη χώρα μας και την υποχωρητικότητα της κυβέρνησης.

Και αυτή η στάση στο γενικότερο επίπεδο θα αντανακλούσε τη στάση της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα, της εργατικής τάξης απέναντι στον ίδιο τον εαυτό της για εκείνα τα τμήματα που έχουν παρασυρθεί από το μικροαστικό συμβιβασμό, του Κόμματος απέναντι σ’ ένα μικροαστικό κόμμα, του Κόμματος απέναντι στην κυβέρνηση.

Αυτή η στάση δε θα επέτρεπε να εκμεταλλευτεί την υποχωρητικότητα της κυβέρνησης η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, θα όξυνε τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών απέναντι στην κυβέρνηση, θα αποκάλυπτε τα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής, θα όξυνε τις αντιθέσεις μέσα στην ίδια την κυβέρνηση και το ΣΥΡΙΖΑ, θα επέτρεπε να αποκαταστήσει δεσμούς το ΚΚΕ με λαϊκές μάζες που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ, θα ενδυνάμωνε συνολικά τη λαϊκή αυτενέργεια και την αυτοτελή δράση των λαϊκών μαζών.

Το ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε τώρα είναι ποιοι παράγοντες οδηγούν το Κόμμα μας στο να κρατάει μια στάση αναμονής, που να καλεί συνέχεια τους εργαζόμενους να βγάλουν συμπεράσματα «από τα πάνω», να καταφεύγει στα πολλά «πρέπει» χωρίς να υπάρχουν ορατά αποτελέσματα από αυτά τα καλέσματα που σταθερά επιχειρεί. Η δεύτερη συνέχεια του άρθρου μας θα καταπιαστεί μ’ αυτό το θέμα.

COMMENTS