Η διαπραγμάτευση

\Εντολή καθ’ υπαγόρευση δίνεται από τα αστικά ΜΜΕ προς την κυβέρνηση να προχωρήσει σε συμφωνία με τους εταίρους μας, οι οποίοι, υποτίθεται, ότι είναι οι μόνοι ικανοί να μας λύσουν το πρόβλημα της ρευστότητας. Για το ύφος αυτής της εντολής αναδημοσιεύουμε το κύριο άρθρο από το «e-Βήμα»:

Κλείστε τη συμφωνία τώρα!

Την ώρα που η οικονομία βρίσκεται κυριολεκτικά σε κατάσταση απόλυτης ασφυξίας και τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους έχουν πιάσει πάτο, οι πολίτες υφίστανται καθημερινά ένα βομβαρδισμό από αντιφατικές πληροφορίες και εκτιμήσεις από κυβερνητικά στελέχη, που αντί να διαλύουν, επιτείνουν τη σύγχυση και την αβεβαιότητα.

Τη μια στιγμή η διαπραγμάτευση προχωρεί, την άλλη οδηγείται σε αδιέξοδο, πάντα βέβαια από τις απαιτήσεις κάποιων άλλων. Ο ένας υπουργός υποστηρίζει ότι χρειάζεται μόνο πολιτική διαπραγμάτευση, αφού είμαστε αμετακίνητοι από τις κόκκινες γραμμές μας και ο άλλος δηλώνει ότι υπάρχουν τεχνικά προβλήματα που πρέπει να λυθούν.

Αφού δίναμε μάχες επί εβδομάδες για μια ενδιάμεση συμφωνία, τώρα υποτίθεται ότι τρέχουμε για μια συμφωνία πακέτο. Οι μέρες περνούν, το χάσμα μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών, παρά τις επιμέρους συγκλίσεις παραμένει, τα χρήματα τελειώνουν και η απειλή για δραματικές εξελίξεις αντί να απομακρύνεται πλησιάζει όλο και περισσότερο.

Τα ταξίδια Δραγασάκη, Τσακαλώτου, Βαρουφάκη για επαφές με Ντράγκι, Σαπέν και Μοσκοβισί φαίνεται να είναι μια ακόμα απεγνωσμένη προσπάθεια, να προληφθεί μια, αναμενόμενη από πολλούς απόφαση, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, να περιορίσει τη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Με τα περιθώρια πολιτικών χειρισμών να έχουν σχεδόν εξαντληθεί, με το χρόνο να λειτουργεί σε βάρος μας, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δεν έχουν το παραμικρό περιθώριο να συνεχίσουν αυτή την αδιέξοδη διαπραγματευτική τακτική, που σπρώχνει όλο και πιο γρήγορα τη χώρα σε δραματικές εξελίξεις.

Έστω και την ύστατη ώρα οφείλουν να αφήσουν στην άκρη ιδεοληψίες και εσωκομματικές ίντριγκες και να προχωρήσουν σε μια συμφωνία, με τους εταίρους μας, τους μόνους που μπορούν να λύσουν το γόρδιο δεσμό της ρευστότητας. Οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο θα είναι καταστροφικό για τη χώρα, την οικονομία και φυσικά τους  έλληνες πολίτες.

 

ΤΟ ΒΗΜΑ

Αυτή είναι η στάση της αστικής τάξης, που απαιτεί από την κυβέρνηση την άμεση υπογραφή της συμφωνίας με τους λεγόμενους εταίρους μας. Υποδεικνύει σε πολύ αυστηρούς τόνους να πάψει η κυβέρνηση την οποιαδήποτε ταλάντευση, έστω και εάν αυτή δε γίνεται για να αποφύγει η κυβέρνηση μια συμφωνία, πολύ περισσότερο, που αποδείχθηκε ότι οι «κόκκινες γραμμές» της είναι σα να μην υπάρχουν πλέον.

Αυτήν την πραγματικότητα τη δέχονται σχεδόν όλοι οι σχολιαστές τονίζοντας ότι ακόμη και αυτό το κουτσουρεμένο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης δεν υφίσταται πια. Επομένως στην κυβέρνηση δεν απομένει τίποτα άλλο, παρά να υπογράψει μια συμφωνία με τους «θεσμούς».

Αυτή, όμως, είναι η μια πλευρά του ζητήματος, γιατί έχει προκύψει πρόβλημα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο απαίτησε εκ νέου το «κούρεμα» του χρέους,  μια θέση που την είχε πάντα, αλλά συναντούσε την αντίθεση των εταίρων μας.

Από την άλλη επειδή το ΔΝΤ προβλέπει έλλειμμα της τάξης του 1.5% απαιτεί από την κυβέρνηση νέα δραστικά μέτρα λιτότητας, όπως, επίσης, την απελευθέρωση των απολύσεων και τη «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού συστήματος, με μειώσεις των κύριων συντάξεων.

Το ΔΝΤ απείλησε, μάλιστα, ότι δεν θα επιτρέψει την εκταμίευση της δόσης των 7.2δισ. ευρώ, από τα οποία τα μισά θα φύγουν από τα δικά του ταμεία. Είναι φανερό ότι μια τέτοια τοποθέτηση από την πλευρά του ΔΝΤ, κυρίως σε ό,τι αφορά στο κούρεμα, αφορά στις αντιθέσεις, που υπάρχουν μεταξύ των εταίρων και του ΔΝΤ, γεγονός το οποίο το είχε επιβεβαιώσει και η ίδια η κυβέρνηση.

Στο μεταξύ νέα τροπή παίρνει η υπόθεση της διαπραγμάτευσης. Λέγεται πλέον, ότι αντί της «ενδιάμεσης» συμφωνίας επιδιώκεται μια «μεγάλη» και τελική συμφωνία. Βέβαια ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε φρόντισε να διοχετεύσει την πληροφορία – προφανώς για λόγους σκοπιμότητας, ότι δεν έχει ενημερωθεί για μια τέτοια εξέλιξη, πράγμα αδύνατον φυσικά. Αυτή μάλλον ήταν η απάντησή του προς το ΔΝΤ.

Επίσης, δεν είναι απολύτως σαφές το χρονοδιάγραμμα μιας τέτοιας συμφωνίας και το πώς θα προκύψει το «ξεκλείδωμα» της χρηματοδότησης, γιατί, στο μεταξύ, ο επικεφαλής του Euroworking Group, Tomas Bizer, διευκρίνισε ότι δεν προβλέπει συμφωνία στο Eurogroup της 11ης του Μάη, πράγμα που σημαίνει, με όσα ισχύουν μέχρι τώρα, τουλάχιστον, ότι δε θα ανοίξει η χρηματοδότηση, όπως επιθυμεί η Ελληνική κυβέρνηση.

Λέγεται, ότι το τελικό στάδιο της υπογραφής αυτής της μεγάλης συμφωνίας μπορεί να φτάσει μέχρι και το Σεπτέμβρη, οπότε το ερώτημα, που εκ των πραγμάτων τίθεται, είναι το πώς θα εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση της χώρας μας στο ενδιάμεσο διάστημα, μια και το πρόβλημα της ρευστότητας είναι πάρα πολύ πιεστικό. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η νέα συμφωνία θα περιλαμβάνει νέο δανεισμό, που οι πληροφορίες, που διοχετεύονται, τον ανεβάζουν μέχρι και τα 50δισ. ευρώ, θα περιλαμβάνει, επίσης, νέα αντιλαϊκά μέτρα και μάλλον αναδιάρθρωση του χρέους. Στην κατεύθυνση αυτή πιέζει το ΔΝΤ.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι η τροπή, που πήραν τα πράγματα δεν είναι ανεξήγητη. Το ΔΝΤ από καιρό είχε βάλει το θέμα της αναδιάρθρωσης και ζητούσε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να το πραγματοποιήσει. Αυτή η απαίτηση δεν αφορούσε στα υποτιθέμενα φιλικά της αισθήματα προς τη χώρα μας.  Αφορούσε στη διασφάλιση των δικών της κεφαλαίων, γι’ αυτό το λόγο είχε προτείνει να αγοραστεί το δικό του υπόλοιπο των δόσεων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης και να περιοριστεί στο ρόλο του συμβούλου. Αυτήν την πρόταση επαναφέρει το ΔΝΤ, γιατί θεωρεί ότι η Ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε αδυναμία και επομένως η χώρα μας δε θα μπορεί να αποπληρώσει κανονικά τις δόσεις που οφείλει προς το ΔΝΤ.

Πέρα, όμως, από την οικονομική πλευρά του ζητήματος αυτού υπάρχει και η πολιτική. Φαίνεται ότι η πορεία της διαπραγμάτευσης είναι άμεσα συνδεδεμένη και με τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας μας. Με τη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος και τις εσωκομματικές εξελίξεις τόσο στη Νέα Δημοκρατία όσο και το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σχετίζεται παραπέρα και με τη μελλοντική κυβέρνηση μετά τη συμφωνία, επομένως συνδυάζεται και με το ενδεχόμενο ενός δημοψηφίσματος αλλά και με την προκήρυξη εκ νέου εθνικών εκλογών.

Δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις της Ντόρας Μπακογιάννη στον Real.fm, ότι όσο δεν προκύπτει η συμφωνία δε θα μπει θέμα αρχηγίας στη Νέα Δημοκρατία. Μετά, όμως, τη συμφωνία ασφαλώς θα συζητηθεί αυτό το θέμα. Ορισμένοι, μάλιστα, πολιτικοί σχολιαστές δεν είναι καθόλου σίγουροι ακόμη και για την ενότητα της Νέας Δημοκρατίας.

Το ίδιο ακριβώς θέμα προκύπτει και για το ΣΥΡΙΖΑ. Από καιρό τώρα υπάρχουν οι δημόσιες προτροπές από πολλές πλευρές, ιδιαίτερα από τα αστικά ΜΜΕ, προς τον Αλέξη Τσίπρα να απαλλαγεί από την «Αριστερή Πλατφόρμα», γιατί είναι εμπόδιο στην ομαλή διακυβέρνηση της χώρας μας και στο σταθερό προσανατολισμό προς το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Φυσικά για το ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι και τόση εύκολη μια διάσπαση από κυβερνητική θέση.

Τη λύση για το μελλοντικό χάρτη στη διάταξη των κομματικών δυνάμεων θα έρθουν να επικυρώσουν οι εθνικές εκλογές, μέσα από τις οποίες πιθανά θα εμφανιστούν και νέοι κομματικοί σχηματισμοί ή θα υπάρξουν αλλαγές στους υπάρχοντες με τον αποκλεισμό τμημάτων τους. Απομένει να δούμε σε τι βαθμό θα προχωρήσουν και πως θα εκφραστούν αυτές οι εξελίξεις.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, όλες αυτές οι προσπάθειες για την αναδιάταξη των κομματικών δυνάμεων και τη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος δεν πρέπει να αποπροσανατολίσουν τους εργαζόμενους από το βασικό τους στόχο: την άμεση αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

COMMENTS