Να μη χαθεί άλλος χρόνος

Από τα αστικά ΜΜΕ μαθαίνουμε ότι «η συμφωνία έκλεισε»! Απομένουν ελάχιστες λεπτομέρειες. Η κυβέρνηση προτίθεται, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να τη φέρει στη βουλή για ψήφιση. Δεν ανησυχεί καθόλου εάν ψηφιστεί η όχι, γιατί είναι σίγουρη για το αποτέλεσμα. Θα ψηφιστεί και με μεγάλη πλειοψηφία. Ας «είναι καλά» η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Άλλωστε η κυβέρνηση είχε καθορίσει ως πρώτιστο καθήκον της την υπογραφή της συμφωνίας, γι’ αυτό το λόγο παρουσιαζόταν να μην «πολυενδιαφέρεται» για το τι συμβαίνει μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και την «Αριστερή Πλατφόρμα».

Το ζήτημα, όμως, που δεν «κλείνει» είναι το εάν αυτή η συμφωνία, η τρίτη στη σειρά, θα οδηγήσει σε ανάκαμψη την Ελληνική οικονομία, σε διέξοδο από την οικονομική κρίση και το καθεστώς της ελεγχόμενης χρεοκοπίας, που βρίσκεται η χώρα μας.

Η δική μας εκτίμηση, την οποία ήδη την έχουμε διατυπώσει σε διάφορα άρθρα μας, είναι ότι και η νέα συμφωνία δεν πρόκειται να φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Σ’ αυτήν την εκτίμηση έρχονται να συμπέσουν και πολλοί αστοί οικονομικοί σχολιαστές, οι οποίοι φτάνουν στο σημείο να διατυπώνουν οξύτατες κριτικές, του τύπου «ξεχάστε την ανάπτυξη».

Το μόνο βέβαιο, επομένως, είναι ότι η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα θα υποστούν τις νέες οδυνηρές συνέπειες της συμφωνίας. Το γεγονός αυτό το αναγνωρίζει η ίδια η κυβέρνηση, το αναγνωρίζουν τα αστικά ΜΜΕ, το αναγνωρίζουν οι πολιτικές δυνάμεις της αστικής αντιπολίτευσης, που θα ψηφίσουν τη νέα συμφωνία.

Την ίδια στιγμή, όλες οι πλευρές αναγνωρίζουν ότι θα υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες θα διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό τοπίο, πιθανώς και με άμεση προσφυγή στις κάλπες.

Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση απ’ όλο το πολιτικό φάσμα έχει ανοίξει η συζήτηση για τις αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες που πρέπει να παρθούν από αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις. Αυτές οι πολιτικές πρωτοβουλίες κινούνται σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις.

Η πρώτη αφορά στο πώς θα σταθεροποιηθεί το αστικό πολιτικό σύστημα και διεξάγεται μεταξύ των μνημονιακών δυνάμεων, η δεύτερη αφορά στην απάντηση, που πρέπει να δοθεί απέναντι στη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής και διεξάγεται στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς.

Σ’ ό,τι αφορά στις μνημονιακές δυνάμεις: η κυβέρνηση δε δέχεται, τουλάχιστον προς το παρόν, τη δημιουργία μιας κυβέρνησης «ειδικού σκοπού» ή μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», παρά το γεγονός ότι σημαντικά της στελέχη της δεν αρνούνται μια τέτοια εκδοχή, αντίθετα την προτείνουν, και τη δικαιολογούν στη βάση της σφοδρότητας των νέων μέτρων και των συνεπειών, που θα επιφέρουν σε βάρος των εργαζομένων.

Η κυβέρνηση φαίνεται καθαρά ότι εκτιμάει ότι μπορεί να κερδίσει τις εκλογές, όποτε, με πρωτοβουλία της,θα τις προκηρύξει, ενώ οι άλλες πολιτικές δυνάμεις προσπαθούν να τις αποφύγουν, προφανώς, γιατί δε βρίσκονται και στην καλύτερη κατάσταση για να τις αντιμετωπίσουν.

Το βέβαιο είναι ότι η κίνηση αυτή της κυβέρνησης έχει βαθύτερη στόχευση και προσδοκά σε μια νέα ανακατάταξη του πολιτικού συστήματος με τη διαμόρφωση νέων πολιτικών δυνάμεων, που δεν εξαιρεί και το ίδιο το κυβερνητικό κόμμα.

Φυσικά πάντα στις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας έπαιζε ρόλο και ο «ξένος παράγοντας», γεγονός που μας επιτρέπει να πούμε ότι οι οποιεσδήποτε πολιτικές εξελίξεις δεν θα δρομολογηθούν ερήμην του ή και χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Σ’ ό,τι αφορά στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς: φαίνεται ότι έχουν δρομολογηθεί συζητήσεις για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, με βασική δύναμη την «Αριστερή Πλατφόρμα» και άλλες δυνάμεις, που θα απευθύνεται στις λαϊκές δυνάμεις του «ΟΧΙ».

Αυτές οι δυνάμεις θεωρούν ότι έχει δημιουργηθεί ένα «κενό» αντιπροσώπευσης, μετά τη «στροφή» του ΣΥΡΙΖΑ, και ελπίζουν ότι η δεξαμενή του «ΟΧΙ» μπορεί να τους δώσει τη δυνατότητα να καλύψουν αυτό το κενό. Μάλιστα, ορισμένα στελέχη αυτών των δυνάμεων τρέφουν και μεγάλες προσδοκίες. Θεωρούν ότι μπορούν, αυτές οι δυνάμεις, να αναδειχτούν και ως τρίτος πολιτικός σχηματισμός στη βουλή.

Μιλάμε γι’ αυτές τις δυνάμεις, που «φτάνουν» μέχρι και την έξοδο από το ευρώ, χωρίς, γενικά, να αποκλείουν και την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που δεν την τοποθετούν, όμως, ως άμεση προτεραιότητα.

Εδώ ακριβώς έχει ανοίξει, παράλληλα, η συζήτηση για την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός Μετώπου, που στους στόχους του θα είναι και η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και άλλα μέτρα αντιμονοπωλιακού και αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα, και θα συσπειρώνει τις δυνάμεις του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της «Αριστερής Πλατφόρμας» και άλλες μικρότερες δυνάμεις, που θα κινούνται στην ίδια κατεύθυνση.

Το επίκεντρο αυτής της συζήτησης είναι να «πεισθεί η «Αριστερή Πλατφόρμα» ότι, μετά την «προδοσία» ή την «τραυματική εμπειρία» με το ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαία και εκ των «ουκ άνευ» συνθήκη η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι δεν μπορεί να περιορίζεται στην έξοδο από το ευρώ.

Ταυτόχρονα προβάλλεται, από ορισμένες πλευρές, και η άποψη ότι μέσα από τη δημιουργία του Μετώπου θα δοθεί η δυνατότητα για την επαναδημιουργία του Κομμουνιστικού Κινήματος, μια και το ΚΚΕ «δεν πρόκειται να αλλάξει από τα μέσα».

Αν σχολιάζουμε τα παραπάνω θέματα είναι κυρίως για τη συζήτηση που έχει ανοίξει για την ανάγκη δημιουργίας του Μετώπου. Σπεύδουμε δε να κάνουμε τη διευκρίνιση ότι για το ίδιο θέμα η «Νέα Σπορά» έχει αναφερθεί κατ’ επανάληψη στην αρθρογραφία της και με τις δύο τελευταίες σειρές άρθρων που δημοσιεύει φιλοδοξεί να συγκεκριμενοποιήσει ακόμη πιο καθαρά την πρόταση που έχει καταθέσει, ως απάντηση στην πολιτική που εφαρμόζεται.

Εγείρονται, όμως, ορισμένα ερωτήματα γύρω από αυτήν τη συζήτηση, που θα θέλαμε να τα θέσουμε για να δούμε κατά πόσο μια τέτοια συζήτηση μπορεί να έχει κάποια πρακτική βάση υλοποίησης.

Πρώτο: Πως είναι δυνατό δυνάμεις, που μέχρι τώρα είχαν κυβερνητικές ευθύνες και που πολιτικά δεν ξεπερνάνε τα όρια της εξόδου από το ευρώ, να μπορούν να είναι μέρος ενός Μετώπου, που θα αντιπαλέψει την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κάθε επίπεδο;

Δεύτερο: Είναι ένα απλό θέμα κατανόησης αυτό το ζήτημα ή είναι ένα ζήτημα αντιστοιχίας της πολιτικής με την οικονομία, που φτάνει μέχρι και την αντίληψη, που έχει αποκρυσταλλώσει κάποιος πολιτικός σχηματισμός για «Ολοκληρώσεις» τύπου Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Τρίτο: Εάν ένας πολιτικός σχηματισμός δεν έχει κατανοήσει το «Άλφα» των προϋποθέσεων για το άνοιγμα του δρόμου για το σοσιαλισμό, την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε πως μπορεί να προσφέρει στην υπόθεση του σοσιαλισμού, που ισχυρίζεται (έστω ισχυρίζεται) ότι θέλει να φτάσει;

Τέταρτο: Πως είναι δυνατό ένας πολιτικός σχηματισμός, που γενικά εκφράζει την ανάγκη αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μιλάει για το σοσιαλισμό, αλλά ειδικά στο εσωτερικό του υπάρχουν δυνάμεις, τουλάχιστον μέχρι τώρα, που είχαν σαφή φιλοΣΥΡΙΖΑ προσανατολισμό να προσφέρουν στην υπόθεση του Μετώπου και παραπέρα του σοσιαλισμού;

Πέμπτο: Είναι δυνατό να είναι πολιτικά σωστή μια αντίληψη, που θέλει πρώτα να δημιουργήσει ένα Μέτωπο δυνάμεων για να αντιμετωπίσει τη φιλομονοπωλιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μέσα από το Μέτωπο να επιλύσει και το «πρόβλημα» του Κομμουνιστικού Κινήματος; Δεν είναι μια ανιστόρητη αντιστροφή των πολιτικών υποκειμένων αυτή η αντίληψη;

Τέλος. Ο τίτλος του άρθρου μας αφορά στο Κόμμα μας, το ΚΚΕ, και την ηγεσία του. Και έχει μια απλή πρακτική σημασία. Είναι καιρός η ηγεσία του να αντιληφθεί ότι την υπόθεση του Μετώπου πρέπει να την πάρει επάνω του. Όχι μόνο γιατί είναι η πιο συγκροτημένη, και ιστορικά, πολιτική δύναμη με στόχο το σοσιαλισμό, αλλά και γιατί πρέπει να διδαχτεί και από τη μέχρι τώρα αποτελεσματικότητα της δικής του πολιτικής πορείας, τουλάχιστον για τα χρόνια από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση. Και εδώ δεν υπάρχει περιθώριο να χαθεί άλλος χρόνος, γιατί η φύση και η κοινωνία απεχθάνεται το κενό. Και για έναν άλλο λόγο. Η Ιστορία σε «φορτώνει» με παρακαταθήκες, ένδοξες και ηρωικές σελίδες, με τιμές. Η Ιστορία, όμως, σε «ξεφορτώνει» και σε «αδειάζει», όταν πεισματικά περιφρονείς τις επιταγές της.

COMMENTS