Για την αναπλήρωση των απωλειών

Η βασική κατεύθυνση που το Κόμμα μας αναπτύσσει τη δράση του είναι γύρω από το πλαίσιο αιτημάτων για την αναπλήρωση των απωλειών, που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι στην περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Αυτό η κατεύθυνση δε μπορεί, βέβαια, να εκφράσει, εάν τη θεωρήσουμε ως σωστή, το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων που ένιωσαν στο πετσί τους τις καταστρεπτικές συνέπειες της κρίσης. Τα μικροαστικά μικρομεσαία στρώματα π.χ. έχουν υποστεί μεγάλη καταστροφή από την οικονομική κρίση. Εκατοντάδες χιλιάδες μικρομάγαζα και μικροεπιχειρήσεις έχουν κλείσει.

Το ερώτημα που μπαίνει συγκεκριμένα είναι: Πως, όταν μιλάμε για την αναπλήρωση των απωλειών, εκλογικεύεται αυτή η κατεύθυνση στα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα; Μέχρι τώρα δεν έχουμε δει κάτι συγκεκριμένο από την πλευρά του Κόμματος. Τι θα θεωρηθεί π.χ. αναπλήρωση των χαμένων στο επίπεδο του 2009 για ένα μικροβιοτέχνη που έκλεισε τη βιοτεχνία του; Ποια είναι τα αιτήματα που πρέπει να διατυπωθούν;

Το ερώτημα αυτό παίρνει και ένα γενικότερο χαρακτήρα από τη στιγμή που η εκτίμηση του Κόμματος είναι ότι δε μπορεί να υπάρξει μια επιστροφή τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα στα προ κρίσης επίπεδα.

Διαβάζουμε στο «Ρ» την εκτίμηση ότι: «Αν κάτι επιβεβαιώνεται από την κρίση και την περίοδο που τώρα ζούμε, είναι ότι ο καπιταλισμός δεν έχει δυνατότητα να κάνει τις παραχωρήσεις προηγούμενων δεκαετιών και επομένως να γυρίσει το ρολόι ακόμα και στα χρόνια πριν από την κρίση. Αντίθετα, τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονται απειλητικά, προμηνύουν καταιγίδα. Φέρνουν μαζί τους «βροχή» από αντιλαϊκά μέτρα, πρόσθετα σ’ αυτά που νομοθετήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και τώρα «ωριμάζουν. Φέρνουν μαζί τους νέους κινδύνους και εντάσεις ανάμεσα σε αντιμαχόμενα ιμπεριαλιστικά κέντρα, με το ενδεχόμενο γενίκευσης του πολέμου να παραμονεύει σε κάθε επόμενη στροφή. Φέρνουν αλλαγές και ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη, στην Ελλάδα και παγκόσμια, που αντανακλούν ευρύτερες διεργασίες και τη δυσκολία που αντιμετωπίζει η οικονομία να ανακάμψει από την κρίση» («Ρ», 22/01/2017, σελ. 3).

Εάν αυτή η εκτίμηση είναι σωστή, τότε ποιο είναι το νόημα της κατεύθυνσης γύρω από την οποία αναπτύσσεται η δράση του Κόμματος και κατ’ επέκταση η δράση του Εργατικού κινήματος; Κυνηγάει το Κόμμα ένα στόχο, που την ίδια στιγμή τον θεωρεί απραγματοποίητο;

Από την πλευρά μας, βέβαια, δε συμφωνούμε απολύτως με αυτήν την ερμηνεία για τις δυνατότητες του καπιταλισμού, και βρίσκεται σε αντίφαση και ο ίδιος ο «Ρ», που σε άλλη του αρθρογραφία μιλάει για τα τεράστια κέρδη της πλουτοκρατίας, για τα λιμνάζοντα κεφάλαια που δεν επενδύονται, λόγω του μικρού ποσοστού κέρδους.

Εγείρονται, κατά συνέπεια, ορισμένα σοβαρά ερωτήματα γύρω από το περιεχόμενο αυτής της κατεύθυνσης, που αγγίζουν ακόμη και την ίδια τη στρατηγική μας. Δεν εννοούμε με αυτό ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να σταματήσουν να διεκδικούν, ακόμη και το σύνολο των απωλειών που υπέστησαν στο χρονικό διάστημα της κρίσης. Κάθε άλλο.

Αυτό που εννοούμε είναι ότι η δράση του Κόμματος και κατά προέκταση η δράση του Εργατικού Κινήματος πρέπει να γίνεται με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη ημέρα, ότι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εντάσσεται η διεκδίκηση των άμεσων αιτημάτων για επίλυση των προβλημάτων που ταλανίζουν τους εργαζόμενους.

Και αυτό το ζήτημα είναι ένα άκρως πολιτικό ζήτημα, γιατί το Κόμμα πρέπει να συνδέσει τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων με την πάλη της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας με πολύ συγκεκριμένο προγραμματικό τρόπο. Οι λαϊκές μάζες θέλουν διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία. Αυτήν την πρόταση δε βλέπουν για να την ακολουθήσουν και να αναπτύξουν τη δράση τους.

Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα παρατηρούμε, το είδαμε και με το πλαίσιο πάλης των διεκδικήσεων του ΠΑΜΕ στην πρόσφατη Συνδιάσκεψη που πραγματοποίησε, ότι τα αναγκαία αιτήματα προς διεκδίκηση αυτονομούνται από μια άμεση πρόταση διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας και από αιτήματα άμεσα και γενικότερης στρατηγικής σημασίας, όπως είναι η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κρατικοποίηση των τραπεζών, η επιστροφή των ΔΕΚΟ στο δημόσιο κ.α..

Αυτό το ζήτημα, όμως, δεν εκφράζεται μόνο με το ΠΑΜΕ. Εκφράζεται και με την ΠΑΣΥ και την ΠΑΣΕΒΕ, στα αιτήματα που διεκδικούν οι μικρομεσαίοι αγρότες και οι μικρομεσαίοι της πόλης.

Η πραγματικότητα αυτή υπάρχει και δε μπορεί κανείς να την αρνηθεί. Οφείλεται στο γεγονός του πως αντιλαμβάνεται η ηγεσία του Κόμματος την πορεία προς το σοσιαλισμό. Το ζήτημα της εργατικής εξουσίας.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, που αναπτύσσει τη δράση του το Κόμμα, υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι, και άμεσοι κίνδυνοι, για την πορεία του. Η κατεύθυνση αυτή, έτσι όπως έχει δρομολογηθεί από την ηγεσία του Κόμματος, μπορεί να οδηγήσει αποκλειστικά σε μια πάλη οικονομική και μόνο.

Το αποτέλεσμα θα είναι να μην υπηρετείται ούτε ο στόχος των διεκδικήσεων, οι εργαζόμενοι να μην κερδίζουν, έστω μέρος των αιτημάτων τους, και αυτή η κατάσταση είναι αναγνωρίσιμη στη σημερινή πραγματικότητα, από την άλλη μεριά να μην υπηρετείται ούτε και ο γενικότερος στρατηγικός στόχος του Κόμματος. Και αυτό συμβαίνει ήδη.

Την ίδια στιγμή υπάρχει ο κίνδυνος να αναιρεθεί ο ίδιος ο στρατηγικός στόχος του Κόμματος με δεδομένο ότι η διεκδίκηση των απωλειών και η επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα, επί της ουσίας, καταλαμβάνει ένα στάδιο πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση, διασπά την πορεία προς το σοσιαλισμό και τελικά δεν οδηγεί στο σοσιαλισμό, γιατί πάντα η διεκδίκηση των απωλειών στα επίπεδα του 2009 θα είναι ένα πλαίσιο πάλης, που θα αφορά τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων, τα οποία, στο μεταξύ, σταθερά θα οξύνονται. Θα φέρουμε ένα παράδειγμα μ’ ένα καυτό θέμα, αυτό της ανεργίας.

Το να διεκδικείς τη μείωση της ανεργίας, χωρίς να βάζεις θέμα άμεσης αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο στόχος αυτός είναι απραγματοποίητος, όχι ως εξάλειψη της ανεργίας αλλά και ως μείωση. Τα προ κρίσης επίπεδα θα πραγματοποιηθούν, εάν πραγματοποιηθούν οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης, πράγμα ιδιαιτέρως αμφίβολο, περί το 2040. Έτσι αναιρείται και το σύνθημα για μόνιμη δουλειά για όλους.

Δεύτερο παράδειγμα. Είναι οι μισθοί των εργαζομένων. Αυξήσεις στους μισθούς των εργαζομένων δεν πρόκειται να υπάρξουν εάν δεν ξεπεραστούν τα μνημόνια. Μ’ έναν τρόπο αυτόν το στόχο τον έχει και η ίδια η αστική τάξη. Τι ακριβώς προβλέπουν τα μνημόνια; Ότι οι μισθοί των εργαζομένων θα αρχίσουν να αυξάνονται, τότε και μόνο τότε, όταν η ανεργία φτάσει στα επίπεδα του 2009. Επομένως τα αιτήματα για αύξηση των μισθών δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν εάν δεν απαλλαγούμε από τα μνημόνια, γιατί, υποτίθεται, ότι τα μνημόνια θα μας φέρουν στους δείκτες του 2009.

Και πότε θα απαλλαγούμε από τα μνημόνια;

Αυτό είναι άγνωστο με βάση τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όταν λέμε μνημόνια δεν εννοούμε μόνο τις επίσημες συμφωνίες, που έχουν καταγραφεί ως Α’, Β’ και Γ’ μνημόνιο, και αισίως βαδίζουμε για το Δ’ μνημόνιο, που ούτε γι’ αυτά τα μνημόνια μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πότε θα τελειώσουν.

Εννοούμε τη γενικευμένη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα είναι για όλους τους εργαζόμενους της Ένωσης ένα διαρκές μνημόνιο. Δηλαδή το βέβαιο είναι ότι δε θα επιστρέψουμε ποτέ στο 2009. Για να απαλλαγούμε από τα μνημόνια και από τη μνημονιακή πολιτική διαρκείας, που κατά την εκτίμηση του Κόμματος αυτή η πολιτική ήρθε για να μείνει, και κατά τη δική μας εκτίμηση, πρέπει να απαλλαγούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και πότε θα απαλλαγούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Όταν η αποδέσμευση συνδυαστεί και πραγματοποιηθεί με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτή είναι η επίσημη επεξεργασία του Κόμματος.

Επομένως η ίδια η πραγματικότητα μας βγάζει μπροστά στο καθήκον να υπάρξει μία προγραμματική πρόταση, που θα αναπτύσσει την πάλη του Εργατικού Κινήματος και θα συνδυάζει τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων με τα καθήκοντα ωρίμανσης των λαϊκών μαζών και βασικούς στόχους στρατηγικής σημασίας.

Και αυτό το καθήκον περιλαμβάνει και την επίλυση του προβλήματος της εξουσίας. Μιας εξουσίας που θα έχει ανατρέψει την αστική τάξη, θα έχει εργατικό βασικά χαρακτήρα, γιατί θα κυριαρχεί η εργατική τάξη στην κοινωνική συμμαχία με τα μικρομεσαία στρώματα, μιας εξουσίας που θα ανοίξει και το δρόμο προς το σοσιαλισμό.

Και εδώ συγκεντρώνεται όλο το πρόβλημα του Κόμματος. Στο ότι η ηγεσία αρνείται να αποδεχτεί ότι μπορεί να υπάρξει μια τέτοια εξουσία και μάλιστα επαναστατική εξουσία. Κατά τα άλλα μπορεί να φτάσουμε το 2040 και να διεκδικούμε τις απώλειες, την επιστροφή στα επίπεδα του 2009. Και μάλλον θα ξεπεράσουμε και το 2040, αφού ήδη άρχισε να γίνεται λόγος για το 2060 για το χρέος, γεγονός που θα συμπαρασύρει και όλα τα υπόλοιπα οικονομικά μεγέθη.

 

COMMENTS